κοκκίωμα

κοκκίωμα
το
ιατρ. ογκοειδής σχηματισμός από φλεγμονώδη κύτταρα, λ.χ. ιστιοκύτταρα ή λεμφοπλασματοκύτταρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. granuloma. Η λ. είναι απόδοση ως προς το θέμα της (granulo- < granule «κοκκίον, μικρός κόκκος» και αντιδάνεια ως προς την κατάληξή της (-oma < -ωμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοκκιωμάτωση — η ιατρ. κάθε πάθηση που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση, μερικές φορές γενικευμένη, πολλαπλών κοκκιωμάτων, με τάση, κατά τόπους, για επούλωση και αποκατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. granulomatosis. Η λ. είναι απόδοση… …   Dictionary of Greek

  • κοκκιωματώδης — ες [κοκκίωμα] φρ. ιατρ. «χρόνια κοκκιωματώδης νόσος» σπάνια κληρονομική νόσος που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη μικροσκοπικών αποστημάτων στα σπλάγχνα και στο λεμφικό σύστημα …   Dictionary of Greek

  • οδοντοφατνιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φατνία τών δοντιών 2. φρ. α) «οδοντοφατνιακό κοκκίωμα» ιατρ. δημιουργία κοκκιωματώδους ιστού στη ρίζα δοντιού που έχει προσβληθεί από τερηδόνα β) «οδοντοφατνιακή λοίμωξη» ιατρ. τοπική ή γενική λοίμωξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”